- εργένισσα
- η незамужняя женщина, девушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργένης — ο, θηλ. εργένισσα άγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen] … Dictionary of Greek